επηρμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επηρμένος | η | επηρμένη | το | επηρμένο |
| γενική | του | επηρμένου | της | επηρμένης | του | επηρμένου |
| αιτιατική | τον | επηρμένο | την | επηρμένη | το | επηρμένο |
| κλητική | επηρμένε | επηρμένη | επηρμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επηρμένοι | οι | επηρμένες | τα | επηρμένα |
| γενική | των | επηρμένων | των | επηρμένων | των | επηρμένων |
| αιτιατική | τους | επηρμένους | τις | επηρμένες | τα | επηρμένα |
| κλητική | επηρμένοι | επηρμένες | επηρμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επηρμένος < επαίρομαι
Μετοχή
επηρμένος, -η, -ο
- αυτός που βάζει τον εαυτό του ψηλότερα από τους άλλους
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.