παντελώς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παντελώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παντελῶς < παντελ(ής) + -ῶς > -ώς
Προφορά
- ΔΦΑ : /pan.deˈlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ντε‐λώς
- παλιότερος συλλαβισμός : παν‐τε‐λώς
Μεταφράσεις
παντελώς
|
→ δείτε τη λέξη τελείως |
Πηγές
- παντελής, παντελώς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παντελής, παντελώς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.