νάρκισσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νάρκισσος | οι | νάρκισσοι |
| γενική | του | νάρκισσου & ναρκίσσου |
των | νάρκισσων & ναρκίσσων |
| αιτιατική | τον | νάρκισσο | τους | νάρκισσους & ναρκίσσους |
| κλητική | νάρκισσε | νάρκισσοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νάρκισσος < αρχαία ελληνική νάρκισσος < νάρκη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)nerq- (γυρίζω, στρέφω)

νάρκισσοι (2)
Ουσιαστικό
νάρκισσος αρσενικό
Συγγενικά
-
νάρκισσος στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.