νάρκισσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νάρκισσος οι νάρκισσοι
      γενική του νάρκισσου
& ναρκίσσου
των νάρκισσων
& ναρκίσσων
    αιτιατική τον νάρκισσο τους νάρκισσους
& ναρκίσσους
     κλητική νάρκισσε νάρκισσοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νάρκισσος < αρχαία ελληνική νάρκισσος < νάρκη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)nerq- (γυρίζω, στρέφω)
νάρκισσοι (2)

Ουσιαστικό

νάρκισσος αρσενικό

  1. αυτός που υπερηφανεύεται, κυρίως για την εξωτερική του εμφάνιση ή για την ομορφιά του
  2. (φυτό) γένος φυτών της οικογένειας των Αμαρυλλιδών που έχουν κίτρινα ή λευκά άνθη
  3. (λουλούδι) τα άνθη του παραπάνω φυτού

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.