ματαιόδοξος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ματαιόδοξος η ματαιόδοξη το ματαιόδοξο
      γενική του ματαιόδοξου της ματαιόδοξης του ματαιόδοξου
    αιτιατική τον ματαιόδοξο τη ματαιόδοξη το ματαιόδοξο
     κλητική ματαιόδοξε ματαιόδοξη ματαιόδοξο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ματαιόδοξοι οι ματαιόδοξες τα ματαιόδοξα
      γενική των ματαιόδοξων των ματαιόδοξων των ματαιόδοξων
    αιτιατική τους ματαιόδοξους τις ματαιόδοξες τα ματαιόδοξα
     κλητική ματαιόδοξοι ματαιόδοξες ματαιόδοξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ματαιόδοξος < μάταιος + -ο- + δόξα + -ος, μεταφραστικό δάνειο από την παλαιά γαλλική vaneglorios ή από την ιταλική vanaglorioso [1]

Επίθετο

ματαιόδοξος, -η, -ο

  1. (για πρόσωπα) που νοιάζεται να αποκτήσει και να επιδείξει πράγματα μάταια, που έχουν εξωτερική λάμψη, αλλά είναι στην πραγματικότητα ασήμαντα
  2. (για στάσεις και ενέργειες) που χαρακτηρίζεται από την επιδίωξη μάταιων πραγμάτων

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.