υπερφίαλα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπερφίαλα ( αρχ. ὑπερφίαλος < ὑπὲρ + φιάλη )


Επίρρημα

υπερφίαλα

  • που δείχνει αλαζονεία, που ταιριάζει στον αλαζόνα

υπερφιαλος = αλαζόνας, επηρμένος, υπερόπτης «ξεχειλισμένο μπουκάλι, υπέρμετρα γεμάτος, με στοιχεία υπερβολής»

π.χ. «Είναι τόσο υπερφίαλος, ώστε δεν καταλαβαίνει τα προβλήματα των ανθρώπων ούτε έχει επαφή με την πραγματικότητα».

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.