τύμπανο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τύμπανο | τα | τύμπανα |
| γενική | του | τυμπάνου & τύμπανου |
των | τυμπάνων |
| αιτιατική | το | τύμπανο | τα | τύμπανα |
| κλητική | τύμπανο | τύμπανα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Τα τύμπανα στη συμφωνική ορχήστρα.
Ετυμολογία
- τύμπανο < αρχαία ελληνική τύμπαν(ον) με κατάληξη -ο
- για τον όρο της ανατομίας < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική tympan > λατινικά tympanum < αρχαία ελληνική τύμπανον[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtim.ba.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τύ‐μπα‐νο
Ουσιαστικό
τύμπανο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) κυλινδρικό κρουστό όργανο που παράγει ήχο από τον παλμό μεμβράνης στερεωμένης σε μεταλλικό ή άλλο κοίλο αντηχείο
- → δείτε και τη λέξη ταμπούρο
- (ανατομία) ημιδιαφανής μεμβράνη που χωρίζει τον ακουστικό πόρο του αφτιού από το μέσο αφτί
- (αρχιτεκτονική
- (τεχνολογία) κύλινδρος πρέσας ή άλλος κύλινδρος μηχανήματος
- τούμπανο (λαϊκότροπο, για το μουσικό όργανο)
Συγγενικά
- τυμπανιστής
- τυμπανίζω
- τυμπανισμός
- δείτε και το αρχαίο τυμπάνιον
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
Αναφορές
- τύμπανο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.