τυμπανιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τυμπανιστής | οι | τυμπανιστές |
| γενική | του | τυμπανιστή | των | τυμπανιστών |
| αιτιατική | τον | τυμπανιστή | τους | τυμπανιστές |
| κλητική | τυμπανιστή | τυμπανιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

τυμπανιστές
Ετυμολογία
- τυμπανιστής < αρχαία ελληνική τυμπανιστής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.