αντηχείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντηχείο τα αντηχεία
      γενική του αντηχείου των αντηχείων
    αιτιατική το αντηχείο τα αντηχεία
     κλητική αντηχείο αντηχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντηχείο < (καθαρεύουσα) ἀντηχεῖον, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική resonator.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αντηχ(ώ) + -είο, μορφολογικά, αντ-ηχείο,

Προφορά

ΔΦΑ : /an.diˈçi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντηχείο

Ουσιαστικό

αντηχείο ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις αντηχώ και ηχώ

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.