κίονας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κίονας | οι | κίονες |
| γενική | του | κίονα | των | κιόνων |
| αιτιατική | τον | κίονα | τους | κίονες |
| κλητική | κίονα | κίονες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κίονας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κίων[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈci.o.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κί‐ο‐νας
Ουσιαστικό

Ιωνικός κίονας στη Στοά του Αττάλου
κίονας αρσενικό
- (αρχιτεκτονική, αρχαιολογία) στύλος ως αρχιτεκτονικό μέλος, κυλινδρική στήλη, κολόνα
Συγγενικά
Αναφορές
- κίονας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.