τούμπανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τούμπανο τα τούμπανα
      γενική του τούμπανου των τούμπανων
    αιτιατική το τούμπανο τα τούμπανα
     κλητική τούμπανο τούμπανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τούμπανο < τύμπανο

Ουσιαστικό

τούμπανο ουδέτερο

  1. το νταούλι
  2. (μεταφορικά) υπερβολικά πρησμένος

Εκφράσεις

  • ο κόσμος τό 'χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι: για κάτι που το θεωρεί ο συνομιλητής μας μυστικό ενώ το γνωρίζουν πάρα πολλοί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.