ζύγωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζύγωμα τα ζυγώματα
      γενική του ζυγώματος των ζυγωμάτων
    αιτιατική το ζύγωμα τα ζυγώματα
     κλητική ζύγωμα ζυγώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζύγωμα < ζυγώ(νω) + -μα[1]

Ουσιαστικό

ζύγωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.