τοκογλύφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | τοκογλύφος | οι | τοκογλύφοι |
| γενική | του/της | τοκογλύφου | των | τοκογλύφων |
| αιτιατική | τον/την | τοκογλύφο | τους/τις | τοκογλύφους |
| κλητική | τοκογλύφε | τοκογλύφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τοκογλύφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τοκογλύφος < αρχαία ελληνική γλύφω
Προφορά
- ΔΦΑ : /to.koˈɣli.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : το‐κο‐γλύ‐φος
Ουσιαστικό
τοκογλύφος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
τοκογλύφος < τόκος (μεταφορικά η γέννηση κέρδους από χρήμα) και γλύφω (σμιλεύω, επεξεργάζομαι την πέτρα ή το μάρμαρο), (που καταγράφει τους τόκους του)
Πηγές
- τοκογλύφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τοκογλύφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.