τοκοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τοκοφόρος | η | τοκοφόρος & τοκοφόρα |
το | τοκοφόρο |
| γενική | του | τοκοφόρου | της | τοκοφόρου & τοκοφόρας |
του | τοκοφόρου |
| αιτιατική | τον | τοκοφόρο | την | τοκοφόρο & τοκοφόρα |
το | τοκοφόρο |
| κλητική | τοκοφόρε | τοκοφόρε & τοκοφόρα |
τοκοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τοκοφόροι | οι | τοκοφόροι & τοκοφόρες |
τα | τοκοφόρα |
| γενική | των | τοκοφόρων | των | τοκοφόρων | των | τοκοφόρων |
| αιτιατική | τους | τοκοφόρους | τις | τοκοφόρους & τοκοφόρες |
τα | τοκοφόρα |
| κλητική | τοκοφόροι | τοκοφόροι & τοκοφόρες |
τοκοφόρα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
τοκοφόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.