τοκοχρεολυτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τοκοχρεολυτικός | η | τοκοχρεολυτική | το | τοκοχρεολυτικό |
| γενική | του | τοκοχρεολυτικού | της | τοκοχρεολυτικής | του | τοκοχρεολυτικού |
| αιτιατική | τον | τοκοχρεολυτικό | την | τοκοχρεολυτική | το | τοκοχρεολυτικό |
| κλητική | τοκοχρεολυτικέ | τοκοχρεολυτική | τοκοχρεολυτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τοκοχρεολυτικοί | οι | τοκοχρεολυτικές | τα | τοκοχρεολυτικά |
| γενική | των | τοκοχρεολυτικών | των | τοκοχρεολυτικών | των | τοκοχρεολυτικών |
| αιτιατική | τους | τοκοχρεολυτικούς | τις | τοκοχρεολυτικές | τα | τοκοχρεολυτικά |
| κλητική | τοκοχρεολυτικοί | τοκοχρεολυτικές | τοκοχρεολυτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τοκοχρεολυτικός < τοκοχρεολύσιο + -τικός
Μεταφράσεις
τοκοχρεολυτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.