τοκομερίδιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τοκομερίδιο | τα | τοκομερίδια |
| γενική | του | τοκομεριδίου & τοκομερίδιου |
των | τοκομεριδίων |
| αιτιατική | το | τοκομερίδιο | τα | τοκομερίδια |
| κλητική | τοκομερίδιο | τοκομερίδια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τοκομερίδιο < (καθαρεύουσα) τοκομερίδιον < τόκος + -ο- + μερίδιον
Ουσιαστικό
τοκομερίδιο ουδέτερο
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.