τσιράκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσιράκι | τα | τσιράκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | τσιράκι | τα | τσιράκια |
| κλητική | τσιράκι | τσιράκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσιράκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چراق (çerag, çirag, μαθητευόμενος) (τουρκική çırak) / چراغ (çırak, λάμπα, κερί, μέντορας) (çirağ (λάμπα, κερί)) + -ι < περσική چراغ (čerâğ, čarâğ, λάμπα, φως)
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡siˈɾa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσι‐ρά‐κι
Ουσιαστικό
τσιράκι ουδέτερο
- (μειωτικό) ακόλουθος κάποιου ανώτερου που προσφέρει υπηρεσίες με ανταλλάγματα
- ≈ συνώνυμα: τσανακογλείφτης, δεξί χέρι, → δείτε επίσης λακές και μπράβος
- (παρωχημένο) μαθητευόμενος τεχνίτης
Μεταφράσεις
μαθητευόμενος τεχνίτης
|
→ δείτε τις λέξεις μαθητευόμενος και παραγιός |
Πηγές
- τσιράκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τσιράκι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.