چراغ

Περσικά (fa)

Ετυμολογία

چراغ:  δείτε  چراغ#Persian στο αγγλικό Βικιλεξικό

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡ʃi.ɾɑːɣ/

Ουσιαστικό

چراغ (fa)

  1. φανάρι
  2. φως
  3. φούρνος
  4. φιτίλι
  5. διευθυντής, καθοδηγητής
  6. προστατευόμενο μέλος
  7. βοσκότοπος

Απόγονοι

چراغ (čerâğ) (περσικά)

γεωργιανά: ჩირაღი (čiraɣi)
οθωμανικά τουρκικά: چراغ (çerağ, çirağ), چراق (çırak)
τουρκικά: çırak
αλβανικά: çirak
βουλγαρικά: чирак (čirak)
νέα ελληνικά: τσιράκι (tsiraki)
κριμαϊκά ταταρικά: şıraq
ρουμανικά: cirac
σερβοκροατικά: чѝра̄к (čìrāk)

 και δείτε  چراغ#Descendants_2 στο αγγλικό Βικιλεξικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.