κοπέλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοπέλι τα κοπέλια
      γενική του κοπελιού των κοπελιών
    αιτιατική το κοπέλι τα κοπέλια
     κλητική κοπέλι κοπέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοπέλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοπέλιν < υποκοριστικό του κόπελος < αλβανική kopil (υπηρέτης, δούλος)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈpe.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοπέλι

Ουσιαστικό

κοπέλι ουδέτερο

  1. (κρητικά, λαϊκότροπο) αγόρι, νεαρός άντρας
    «τ' αγαπάω το κοπέλι / κι ας με κάνει ό,τι θέλει» (στίχος νησιώτικου τραγουδιού)
     δείτε  (θηλυκό κοπελιά)
  2. (λαϊκότροπο) μαθητευόμενος σε μια τέχνη ή εργασία

Παράγωγα

Σύνθετα

  • κοπελομαθαίνω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.