μαθητούδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαθητούδι τα μαθητούδια
      γενική
    αιτιατική το μαθητούδι τα μαθητούδια
     κλητική μαθητούδι μαθητούδια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαθητούδι < μαθητής + υποκοριστικό επίθημα -ούδι

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.θiˈtu.ði/

Ουσιαστικό

μαθητούδι ουδέτερο

  1. ο μαθητής μικρής ηλικίας
  2. (μειωτικό) αυτός που ακόμα μαθαίνει τη δουλειά του και δεν έχει αποκτήσει πείρα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.