μπράβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπράβος | οι | μπράβοι |
| γενική | του | μπράβου | των | μπράβων |
| αιτιατική | τον | μπράβο | τους | μπράβους |
| κλητική | μπράβε | μπράβοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπράβος < μεσαιωνική ελληνική μπράβος < ιταλική bravo < δημώδης λατινική *bravus < λατινική pravus («φαύλος, διεστραμμένος, πονηρός (με σημασιολογική βελτίωση)»)[1] ή < δημώδης λατινική *brabus < λατινική barbarus[1] < αρχαία ελληνική βάρβαρος (αντιδάνειο))
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈbɾa.vos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπρά‐βος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.