Τσιράκογλου
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|---|
| κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
| ονομαστική | ο/η | Τσιράκογλου | οι | Τσιράκογλοι & Τσιρακογλαίοι |
οι | Τσιράκογλου |
| γενική | του/της | Τσιράκογλου | των | Τσιράκογλων & Τσιρακογλαίων |
των | Τσιράκογλου |
| αιτιατική | τον/την | Τσιράκογλου | τους | Τσιράκογλους & Τσιρακογλαίους |
τους/τις | Τσιράκογλου |
| κλητική | Τσιράκογλου | Τσιράκογλοι & Τσιρακογλαίοι |
Τσιράκογλου | |||
| Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
| Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||
Ετυμολογία
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Tsirakoglou
- τουρκική γραφή: Çirakoğlu
Αναφορές
- Rustam Shukurov, The Byzantine Turks, 1204–1461, Leiden, Brill 2016, σ. 401
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.