Τσιράκογλου

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Τσιράκογλου οι Τσιράκογλοι
& Τσιρακογλαίοι
οι Τσιράκογλου
      γενική του/της Τσιράκογλου των Τσιράκογλων
& Τσιρακογλαίων
των Τσιράκογλου
    αιτιατική τον/την Τσιράκογλου τους Τσιράκογλους
& Τσιρακογλαίους
τους/τις Τσιράκογλου
     κλητική Τσιράκογλου Τσιράκογλοι
& Τσιρακογλαίοι
Τσιράκογλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Τσιράκογλου < (άμεσο δάνειο) τουρκική çırak (τσιράκι, μαθητευόμενος)[1] + -ογλου. Ενδεχομένως από το επώνυμο τουρκικά Çirakoğlu.

Κύριο όνομα

Τσιράκογλου αρσενικό ή θηλυκό

Μεταγραφές

Αναφορές

  1. Rustam Shukurov, The Byzantine Turks, 1204–1461, Leiden, Brill 2016, σ. 401
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.