μαστορόπουλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μαστορόπουλο | τα | μαστορόπουλα |
| γενική | του | μαστορόπουλου | των | μαστορόπουλων |
| αιτιατική | το | μαστορόπουλο | τα | μαστορόπουλα |
| κλητική | μαστορόπουλο | μαστορόπουλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαστορόπουλο < μαστορόπουλλον στην καθαρεύουσα < μάστορας -όπουλο
Ουσιαστικό
μαστορόπουλο ουδέτερο
- το μαστοράκι, ο μαθητευόμενος μάστορας, ο νεαρός που μαθαίνει μια τέχνη
- ο γιός του μάστορα
- (παρωχημένο) ο μαθητευόμενος μάστορας, το τσιράκι του μάστορα που δενόταν με συμβόλαιο να υπηρετεί δουλικά έως ότου τελειώσει η μαθητεία του και που σχεδόν ποτέ δεν έφτανε το βαθμό του μάστορα, αφου η συγκεκριμένη ιδιότητα ήταν για αιώνες κληρονομική και οι μάστορες είχαν πολύ κλειστή συντεχνία, την μαστορεία
Μεταφράσεις
μαστορόπουλο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.