Τσιρακάκης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τσιρακάκης οι Τσιρακάκηδες
      γενική του Τσιρακάκη των Τσιρακάκηδων
    αιτιατική τον Τσιρακάκη τους Τσιρακάκηδες
     κλητική Τσιρακάκη Τσιρακάκηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Τσιρακάκης < τσιράκ(ι)[1] + -άκης

Κύριο όνομα

Τσιρακάκης αρσενικό

Μεταγραφές

Αναφορές

  1. Rustam Shukurov, The Byzantine Turks, 1204–1461, Leiden, Brill 2016, σελ. 401
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.