αντάλλαγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντάλλαγμα τα ανταλλάγματα
      γενική του ανταλλάγματος των ανταλλαγμάτων
    αιτιατική το αντάλλαγμα τα ανταλλάγματα
     κλητική αντάλλαγμα ανταλλάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντάλλαγμα < αρχαία ελληνική ἀντάλλαγμα < ἀνταλλάσσω < ἀλλάσσω < ἄλλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂élyos

Ουσιαστικό

αντάλλαγμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.