τσανακογλείφτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τσανακογλείφτης | οι | τσανακογλείφτες |
| γενική | του | τσανακογλείφτη | των | τσανακογλειφτών |
| αιτιατική | τον | τσανακογλείφτη | τους | τσανακογλείφτες |
| κλητική | τσανακογλείφτη | τσανακογλείφτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τσανακογλείφτης αρσενικό
- (κυριολεκτικά) αυτός που γλείφει τα τσανάκια
- (μεταφορικά) αυτός που κολακεύει χαμερπώς
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.