λακές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λακές | οι | λακέδες |
| γενική | του | λακέ | των | λακέδων |
| αιτιατική | τον | λακέ | τους | λακέδες |
| κλητική | λακέ | λακέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λακές < (άμεσο δάνειο) γαλλική laquais (προφορά /la.kɛ/) + -ς [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /laˈces/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐κές
Ουσιαστικό
λακές αρσενικό
- (επάγγελμα) υπηρέτης που φορά στολή
- ※ Ήταν κάποτε ένας ηγεμόνας που τον έτρεμαν όλοι.(...) Μπήκε ένα πρωί, τη συνήθη ώρα, ο αρχιλακές στο υπνοδωμάτιο του ηγεμόνα, αλλά τον βρήκε στο κρεβάτι ασάλευτο, αμίλητο, προπαντός να μη ροχαλίζει και πονηρεύτηκε. (...) Αναζήτησε λοιπόν ο λακές τον δεύτερο στην ιεραρχία γιατρό, ο οποίος βρέθηκε, ήρθε, εξέτασε και αποφάνθηκε: «Νεκρός.» (@enet.gr)
- (μεταφορικά) που φέρεται με δουλοπρέπεια, σαν να είναι υπηρέτης
- ※ Και αυτό, γιατί πολλοί θεωρούν ότι η Γαλλία έγινε ο λακές του Ομπάμα, ούσα στο περιθώριο των σκληρών διαπραγματεύσεων σχετικά με την επέμβαση. (@tovima.gr)
- ≈ συνώνυμα: δουλοπρεπής
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- λακές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.