μαθητευόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαθητευόμενος η μαθητευόμενη το μαθητευόμενο
      γενική του μαθητευόμενου της μαθητευόμενης του μαθητευόμενου
    αιτιατική τον μαθητευόμενο τη μαθητευόμενη το μαθητευόμενο
     κλητική μαθητευόμενε μαθητευόμενη μαθητευόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαθητευόμενοι οι μαθητευόμενες τα μαθητευόμενα
      γενική των μαθητευόμενων των μαθητευόμενων των μαθητευόμενων
    αιτιατική τους μαθητευόμενους τις μαθητευόμενες τα μαθητευόμενα
     κλητική μαθητευόμενοι μαθητευόμενες μαθητευόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μαθητευόμενος < παθητική μετοχή ενεστώτα του μαθητεύω

Μετοχή

μαθητευόμενος, -η, -ο

  • που μαθαίνει μια τέχνη εργαζόμενος κοντά σε έναν έμπειρο τεχνίτη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.