τσεκούρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσεκούρι τα τσεκούρια
      γενική του τσεκουριού των τσεκουριών
    αιτιατική το τσεκούρι τα τσεκούρια
     κλητική τσεκούρι τσεκούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα τσεκούρι

Ετυμολογία

τσεκούρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσεκούριον < ελληνιστική κοινή σεκούριον < λατινική securis < seco (κόβω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sek- (κόβω)

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡seˈku.ɾi/

Ουσιαστικό

τσεκούρι ουδέτερο

  1. εργαλείο για το κόψιμο δέντρων ή ξύλων, αποτελούμενο από ξύλινη λαβή και βαριά κεφαλή με κοφτερή άκρη
  2. παλιό πολεμικό όπλο
  3. (μεταφορικά) απορριπτική βαθμολογία σε σχολικό μάθημα και (κατ’ επέκταση) αυστηρός βαθμολογητής
    φημολογείται ότι με το νέο καθηγητή θα πέσει τσεκούρι στη φυσική

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.