βαθμολογητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαθμολογητής οι βαθμολογητές
      γενική του βαθμολογητή των βαθμολογητών
    αιτιατική τον βαθμολογητή τους βαθμολογητές
     κλητική βαθμολογητή βαθμολογητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαθμολογητής < βαθμολογώ + -τής

Ουσιαστικό

βαθμολογητής αρσενικό, βαθμολογήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.