πέλεκυς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πέλεκυς | οι | πελέκεις |
| γενική | του | πέλεκυ* & πελέκεως |
των | πελέκεων |
| αιτιατική | τον | πέλεκυ | τους | πελέκεις |
| κλητική | πέλεκυ | πελέκεις | ||
| * νεότερος τύπος | ||||
| όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

διπλούς πέλεκυς από χρυσό, 1700-1450 π.Χ. (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου)
Ετυμολογία
- πέλεκυς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πέλεκυς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpe.le.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέ‐λε‐κυς
Ουσιαστικό
πέλεκυς αρσενικό
Εκφράσεις
- θα πέσει βαρύς ο πέλεκυς: θα υπάρξει παραδειγματική τιμωρία
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
πελεκ-
πελεκ-
Μεταφράσεις
πέλεκυς
|
Αναφορές
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| πελεκῠ- πελεκε- | |||||
| ονομαστική | ὁ | πέλεκῠς | οἱ | πελέκεις | |
| γενική | τοῦ | πελέκεως | τῶν | πελέκεων | |
| δοτική | τῷ | πελέκει | τοῖς | πελέκεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | πέλεκῠν | τοὺς | πελέκεις | |
| κλητική ὦ! | πέλεκῠ | πελέκεις | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πελέκει | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | πελεκέοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πέλεκυς' όπως «πέλεκυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
πέλεκυς αρσενικό
- (εργαλείο) τσεκούρι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 163 (120-123)
- πρῶτον μὲν πελέκεας στῆσεν, διὰ τάφρον ὀρύξας | πᾶσι μίαν μακρήν, καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν, | ἀμφὶ δὲ γαῖαν ἔναξε· τάφος δ᾽ ἕλε πάντας ἰδόντας, | ὡς εὐκόσμως στῆσε· πάρος δ᾽ οὔ πώ ποτ᾽ ὀπώπει.
- Μετά σε μάκρος, από τη μια μεριά στην άλλη, άνοιξε αυλάκι, | έστησε τα πελέκια εκεί, τα στάθμισε, για να ᾽ναι ίσα, | και πάτησε το χώμα γύρω τους. Τον έβλεπαν οι άλλοι κι όλοι αποσβολώθηκαν, | με πόση τάξη τα συνταίριαξε, ενώ δεν είχε δει ποτέ του ως τώρα ο νέος τέτοιο πράγμα.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- πρῶτον μὲν πελέκεας στῆσεν, διὰ τάφρον ὀρύξας | πᾶσι μίαν μακρήν, καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν, | ἀμφὶ δὲ γαῖαν ἔναξε· τάφος δ᾽ ἕλε πάντας ἰδόντας, | ὡς εὐκόσμως στῆσε· πάρος δ᾽ οὔ πώ ποτ᾽ ὀπώπει.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 163 (120-123)
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
πελεκ-
πελεκ-
- ἀμφιπέλεκκον
- ἀναπελεκάω
- ἀπελέκητος
- ἀποπελεκάω
- ἀποπελέκημα
- ἑξαπέλεκυς
- ἐκπελεκάω
- εὐπελέκητος
- ἡμιπέλεκκον
- καταπελεκάω
- παραπελεκάομαι
- πελεκάν
- πελεκανός
- πελεκᾶς
- πελεκάω, πελεκῶ
- πελεκηφόρος
- πελέκημα
- πελέκησις
- πελεκητής
- πελεκητός
- πελεκητρίς
- πελεκήτωρ
- πελεκινοειδής
- πελεκῖνος
- πελέκιον
- πελεκισμός
- πελεκίζω
- πελέκκησε (τύπος αορίστου)
- πέλεκκον
- πέλεκκος
- πελεκοφόρος
- πέλεκρα
- πελεκυφόρας
- πελεκυφόρος
- πελεκυνάριον
- πελεκύστερον
- σφυροπέλεκυς
- σπέλεκτος
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πέλεκυς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πέλεκυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.