πέλεκυς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πέλεκυς οι πελέκεις
      γενική του πέλεκυ*
& πελέκεως
των πελέκεων
    αιτιατική τον πέλεκυ τους πελέκεις
     κλητική πέλεκυ πελέκεις
* νεότερος τύπος
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
διπλούς πέλεκυς από χρυσό, 1700-1450 π.Χ. (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου)

Ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpe.le.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέλεκυς

Ουσιαστικό

πέλεκυς αρσενικό

  1. (λόγιο, εργαλείο) δίκοπο τσεκούρι, προσαρμοσμένο σε ξύλινη λαβή, με διάφορες χρήσεις, σαν όπλο ή εργαλείο
    Ο διπλός πέλεκυς είναι χαρακτηριστικό σύμβολο του μινωικού πολιτισμού.
  2. (μεταφορικά) τιμωρία βαριά
    βαρύς ο πέλεκυς της τιμωρίας τους

Εκφράσεις

  • θα πέσει βαρύς ο πέλεκυς: θα υπάρξει παραδειγματική τιμωρία

Συνώνυμα

επίσης δείτε

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
πελεκ- 

Μεταφράσεις

Αναφορές



    Αρχαία ελληνικά (grc)

     πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
    πελεκῠ- πελεκε-
    ονομαστική πέλεκῠς οἱ πελέκεις
          γενική τοῦ πελέκεως τῶν πελέκεων
          δοτική τῷ πελέκει τοῖς πελέκεσῐ(ν)
        αιτιατική τὸν πέλεκῠν τοὺς πελέκεις
         κλητική ! πέλεκῠ πελέκεις
      δυϊκός
    ονομ-αιτ-κλ τὼ  πελέκει
    γεν-δοτ τοῖν  πελεκέοιν
    3η κλίση, Κατηγορία 'πέλεκυς' όπως «πέλεκυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

    Ετυμολογία

    πέλεκυς < αβέβαιης ετυμολογίας. Πολλές θεωρίες για την προέλευση, ίσως ανατολικής. Δεν σχετίζεται με την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peleku- [1]

    Ουσιαστικό

    πέλεκυς αρσενικό

    • (εργαλείο) τσεκούρι
        8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 163 (120-123)
      πρῶτον μὲν πελέκεας στῆσεν, διὰ τάφρον ὀρύξας | πᾶσι μίαν μακρήν, καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν, | ἀμφὶ δὲ γαῖαν ἔναξε· τάφος δ᾽ ἕλε πάντας ἰδόντας, | ὡς εὐκόσμως στῆσε· πάρος δ᾽ οὔ πώ ποτ᾽ ὀπώπει.
      Μετά σε μάκρος, από τη μια μεριά στην άλλη, άνοιξε αυλάκι, | έστησε τα πελέκια εκεί, τα στάθμισε, για να ᾽ναι ίσα, | και πάτησε το χώμα γύρω τους. Τον έβλεπαν οι άλλοι κι όλοι αποσβολώθηκαν, | με πόση τάξη τα συνταίριαξε, ενώ δεν είχε δει ποτέ του ως τώρα ο νέος τέτοιο πράγμα.
      Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr

    Συνώνυμα

    • πέλεκκος
    • τό πέλεκκον

    επίσης δείτε

    • πελέκιον (υποκοριστικό)

    Συγγενικά

     ετυμολογικό πεδίο 
    πελεκ- 

    Αναφορές

    1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

    Πηγές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.