axe

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
axe axes

axe (en)

  1. το τσεκούρι, ο πέλεκυς
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη hatchet
  2. (ανεπίσημο) η εκδίωξη, η απόλυση, η αποβολή

Ρήμα

ενεστώτας axe
γ΄ ενικό ενεστώτα axes
αόριστος axed
παθητική μετοχή axed
ενεργητική μετοχή axing

axe (en)

  1. κόβω κάτι με ένα τσεκούρι
  2. (μεταφορικά) κόβω (πχ μια σειρά από το τηλεοπτικό πρόγραμμα)
  3. (μεταβατικό, ανεπίσημο) απολύω, πετάω κάποιον από τη δουλειά του
    They axed him from his position.
    Τον απόλυσαν από τη θέση του.
    They axed her from her job.
    Tην πέταξαν από τη δουλειά της.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη fire
  4. (παρωχημένο ή διαλεκτικό) παράλληλη μορφή του ask

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
axe axes

Προφορά

 

Ουσιαστικό

axe (fr) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.