τσεκουράτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσεκουράτος η τσεκουράτη το τσεκουράτο
      γενική του τσεκουράτου της τσεκουράτης του τσεκουράτου
    αιτιατική τον τσεκουράτο την τσεκουράτη το τσεκουράτο
     κλητική τσεκουράτε τσεκουράτη τσεκουράτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσεκουράτοι οι τσεκουράτες τα τσεκουράτα
      γενική των τσεκουράτων των τσεκουράτων των τσεκουράτων
    αιτιατική τους τσεκουράτους τις τσεκουράτες τα τσεκουράτα
     κλητική τσεκουράτοι τσεκουράτες τσεκουράτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τσεκουράτος < τσεκούρι + -άτος

Επίθετο

τσεκουράτος -η, -ο

  1. κοφτερός σαν τσεκούρι
  2. (μεταφορικά) ο δηκτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.