τσεκουριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσεκουριά οι τσεκουριές
      γενική της τσεκουριάς των τσεκουριών
    αιτιατική την τσεκουριά τις τσεκουριές
     κλητική τσεκουριά τσεκουριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσεκουριά < τσεκούρι + -ιά

Ουσιαστικό

τσεκουριά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.