τρώγλη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τρώγλη | οι | τρώγλες |
| γενική | της | τρώγλης | των | τρωγλών |
| αιτιατική | την | τρώγλη | τις | τρώγλες |
| κλητική | τρώγλη | τρώγλες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρώγλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τρώγλη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtɾo.ɣli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρώ‐γλη
Ουσιαστικό
τρώγλη θηλυκό
Συγγενικά
- τρωγλοδύτης / τρωγλοδύτισσα
- τρωγλοδυτικός
- τρωγλοδυτισμός
- τρωγλοδυτώ
- → δείτε τη λέξη τρώγω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | τρώγλη | αἱ | τρῶγλαι |
| γενική | τῆς | τρώγλης | τῶν | τρωγλῶν |
| δοτική | τῇ | τρώγλῃ | ταῖς | τρώγλαις |
| αιτιατική | τὴν | τρώγλην | τὰς | τρώγλᾱς |
| κλητική ὦ! | τρώγλη | τρῶγλαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τρώγλᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τρώγλαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τρώγλη θηλυκό
Συγγενικά
- δασύτρωγλος
- μυρμηκοτρώγλη
- τρωγλίτης
- τρωγλῖτις
- τρωγλοδύνων
- τρωγλοδυτέω
- τρωγλοδύτης
- τρωγλοδυτικός
- τρωγλοδύτις
- τρωγλόδυτος
- τρωγλοδύων
- τρωγλύδριον
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- τρώγλη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τρώγλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.