τρωγλοδύτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρωγλοδύτισσα οι τρωγλοδύτισσες
      γενική της τρωγλοδύτισσας των τρωγλοδυτισσών
    αιτιατική την τρωγλοδύτισσα τις τρωγλοδύτισσες
     κλητική τρωγλοδύτισσα τρωγλοδύτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρωγλοδύτισσα < τρωγλοδύτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

τρωγλοδύτισσα θηλυκό

 δείτε τη λέξη  τρωγλοδύτης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.