ανήλιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανήλιος η ανήλια το ανήλιο
      γενική του ανήλιου της ανήλιας του ανήλιου
    αιτιατική τον ανήλιο την ανήλια το ανήλιο
     κλητική ανήλιε ανήλια ανήλιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανήλιοι οι ανήλιες τα ανήλια
      γενική των ανήλιων των ανήλιων των ανήλιων
    αιτιατική τους ανήλιους τις ανήλιες τα ανήλια
     κλητική ανήλιοι ανήλιες ανήλια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανήλιος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνήλιος [1] < ἀν- στερητικό + ἥλι(ος) + -ος

Επίθετο

ανήλιος, -α, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.