τρυφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τρυφή | οι | τρυφές |
| γενική | της | τρυφής | των | τρυφών |
| αιτιατική | την | τρυφή | τις | τρυφές |
| κλητική | τρυφή | τρυφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρυφή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τρυφή < → δείτε τη λέξη θρύπτω
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾiˈfi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρυ‐φή
Ουσιαστικό
τρυφή θηλυκό
- το να ζει κάποιος πλούσια, με μεγάλη μαλθακότητα, πολυτέλεια και άνεση
- (κατ’ επέκταση) η επιδίωξη των σωματικών απολαύσεων και ηδονών
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τρυφή
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | τρυφή | αἱ | τρυφαί |
| γενική | τῆς | τρυφῆς | τῶν | τρυφῶν |
| δοτική | τῇ | τρυφῇ | ταῖς | τρυφαῖς |
| αιτιατική | τὴν | τρυφήν | τὰς | τρυφᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | τρυφή | τρυφαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τρυφᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τρυφαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- τρυφή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τρυφή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.