τρυφή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρυφή οι τρυφές
      γενική της τρυφής των τρυφών
    αιτιατική την τρυφή τις τρυφές
     κλητική τρυφή τρυφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρυφή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τρυφή <  δείτε τη λέξη θρύπτω

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾiˈfi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρυφή

Ουσιαστικό

τρυφή θηλυκό

  1. το να ζει κάποιος πλούσια, με μεγάλη μαλθακότητα, πολυτέλεια και άνεση
     συνώνυμα: καλοπέραση, ραστώνη, χλιδή
     αντώνυμα: ανέχεια, ένδεια, στέρηση
  2. (κατ’ επέκταση) η επιδίωξη των σωματικών απολαύσεων και ηδονών
     συνώνυμα: ηδυπάθεια, συβαριτισμός, φιληδονία
     αντώνυμα: εγκράτεια

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τρυφή αἱ τρυφαί
      γενική τῆς τρυφῆς τῶν τρυφῶν
      δοτική τῇ τρυφ ταῖς τρυφαῖς
    αιτιατική τὴν τρυφήν τὰς τρυφᾱ́ς
     κλητική ! τρυφή τρυφαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τρυφᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  τρυφαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.