εντρυφώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εντρυφώ < αρχαία ελληνική ἐντρυφάω / ἐντρυφῶ < ἐν + τρυφάω / τρυφῶ < τρυφή < θρύπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dhreus- (θραύω, σπάω)

Προφορά

ΔΦΑ : /en.dɾiˈfo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εντρυφώ

Ρήμα

εντρυφώ

  • βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι, αισθάνομαι απόλαυση ασχολούμενος με κάτι
      Όσο περισσότερο εντρυφούμε σε μια τέχνη τόσο εντείνεται η απόλαυση που μας προσφέρει. Και δεν εννοώ ότι η ευχαρίστησή μας μεγαλώνει, γιατί αυτοθαυμαζόμαστε επαινώντας τον εαυτό μας, που είμαστε τόσο έξυπνοι και εκλεκτικοί. Όχι, εννοώ ότι η ίδια η εμπειρία της επαφής που έχει κανείς με ένα έργο τέχνης εξελίσσεται και εμπλουτίζεται όσο οι γνώσεις μας αυξάνονται. Η γνώση εμπλουτίζει την εμπειρία και η απόλαυση είναι πιο έντονη (*)

Συγγενικά

Συνώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.