τρίβω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρίβω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρίβω

Ρήμα

τρίβω, πρτ.: έτριβα, στ.μέλλ.: θα τρίψω, αόρ.: έτριψα, παθ.φωνή: τρίβομαι, π.αόρ.: τρίφτηκα, μτχ.π.π.: τριμμένος

  1. (κάτι με κάτι άλλο) μετακινώ κυκλικά ή παλινδρομικά ένα αντικείμενο πάνω σε μια επιφάνεια (η επιφάνεια είναι το αντικείμενο του ρήματος)
    τρίβω τον τοίχο με το γυαλόχαρτο
    • (ειδικότερα) (για το σώμα) εφαρμόζω πίεση με τα χέρια πάνω σε μέρος του σώματος (ως αντικείμενο τίθεται το μέρος του σώματος ή το άτομο)
      Η φυσικοθεραπεύτρια τον έτριψε γερά στο πόδι. / του έτριψε γερά το πόδι.
  2. μετατρέπω κάτι σε πολύ μικρά κομμάτια χρησιμοποιώντας ειδική συσκευή, τον τρίφτη
    Ο μάγειρας έτριψε λίγο τυρί και πασπάλισε τα μακαρόνια.

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



    Αρχαία ελληνικά (grc)

    Ετυμολογία

    τρίβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *terh₁- [1] (τρίβω)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

    Ρήμα

    τρίβω

    Παράγωγα

    (Χρειάζεται επεξεργασία) θέμα τριβ-

    θέμα τριμμ-

    • ..

    θέμα τριπ-, τριψ-

    • ...

    Δείτε την Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *terh₁- (αρχαία ελληνικά) για τα θέματα τερη- (όπως τερηδών, τορ- (όπως τόρνος, τρω- (όπως τιτρώσκω)

    Σύνθετα

    • ἀνατρίβω
    • ἀντιτρίβω
    • ἀποδιατρίβω
    • ἀποτρίβω
    • διατρίβω
    • ἐκτρίβω
    • ἐνδιατρίβω
    • ἐντρίβω
    • ἐπανατρίβω
    • ἐπεντρίβω
    • ἐπιδιατρίβω
    • ἐπιτρίβω
    • κατατρίβω
    • παρατρίβω
    • παρεκτρίβομαι
    • περιτρίβω
    • προανατρίβω
    • προδιατρίβω
    • προκατατρίβω
    • προσανατρίβω
    • προσανατρίβομαι
    • προσαποτρίβω
    • προσδιατρίβω
    • προσεπιτρίβω
    • προστρίβω
    • προσυντρίβω
    • προτρίβω
    • συγκατατρίβω
    • συμπεριτρίβομαι
    • συνανατρίβω
    • συνδιατρίβω
    • συνεκτρίβω
    • συνεπιτρίβω
    • συντρίβω
    • ὑποδιατρίβω
    • ὑποτρίβω

    Κλίση

    • λείπει η κλίση

    Αναφορές

    1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

    Πηγές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.