διατρίβω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διατρίβω < (αρχαιοπρεπές) αρχαία ελληνική διατρίβω < διά + τρίβω

Ρήμα

διατρίβω

  1. (αρχαιοπρεπές) κατοικώ, διαμένω
  2. (αρχαιοπρεπές) σπαταλώ το χρόνο που διαθέτω, περνάω την ώρα μου, χρονοτριβώ
  3. ασχολούμαι ιδιαίτερα ή μεθοδικά με κάτι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.