τρίμμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρίμμα τα τρίμματα
      γενική του τρίμματος των τριμμάτων
    αιτιατική το τρίμμα τα τρίμματα
     κλητική τρίμμα τρίμματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρίμμα < αρχαία ελληνική τρῖμμα < τρίβω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtɾi.ma/

Ομώνυμα / Ομόηχα

Ουσιαστικό

τρίμμα ουδέτερο

  1. κομματάκι προερχόμενο από τρίψιμο
  2. θρύμμα, θρύψαλο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.