παρατρίβω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

  1. παρατρίβω < παρα- + τρίβω
  2. παρατρίβω < αρχαία ελληνική παρατρίβω < παρά + τρίβω

Ρήμα

παρατρίβω (παθητική φωνή: παρατρίβομαι)

  1. (λαϊκότροπο) τρίβω, φθείρω υπερβολικά
  2. (καθαρεύουσα) τρίβω κάτι μαζί με κάτι άλλο ή δίπλα του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.