τρίβων
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- τρίβων < τρίβω
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | τρίβων | οἱ | τρίβωνες |
| γενική | τοῦ | τρίβωνος | τῶν | τριβώνων |
| δοτική | τῷ | τρίβωνῐ | τοῖς | τρίβωσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | τρίβωνᾰ | τοὺς | τρίβωνᾰς |
| κλητική ὦ! | τρίβων | τρίβωνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τρίβωνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τριβώνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
τρίβων αρσενικό
- (ενδυμασία) ο τρίβωνας
Παράγωγα
- ἑλκετρίβων
- τριβωνάριον (υποκοριστικό)
- τριβωνικῶς
- τριβώνιον (υποκοριστικό)
- τριβωνιώδης
- τριβωνοφορέω
- τριβωνοφορία
- τριβωνοφόρος
- τριβωνώδης
Επίθετο
| ως επίθετο | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | τρίβων | οἱ/αἱ | τρίβωνες | ||||
| γενική | τοῦ/τῆς | τρίβωνος | τῶν | τριβώνων | ||||
| δοτική | τῷ/τῇ | τρίβωνῐ | τοῖς/ταῖς | τρίβωσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | τρίβωνᾰ | τοὺς/τὰς | τρίβωνᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | τρίβων | τρίβωνες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τρίβωνε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | τριβώνοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
τρίβων αρσενικό ή θηλυκό επίθετο διγενές μονοκατάληκτο
Παράγωγα
- ἀτρίβων
- τριβωνεύομαι
Μετοχή
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| τρῑβοντ- | |||||||
| ονομαστική | ὁ | τρίβων | ἡ | τρίβουσᾰ | τὸ | τρῖβον | |
| γενική | τοῦ | τρίβοντος | τῆς | τριβούσης | τοῦ | τρίβοντος | |
| δοτική | τῷ | τρίβοντῐ | τῇ | τριβούσῃ | τῷ | τρίβοντῐ | |
| αιτιατική | τὸν | τρίβοντᾰ | τὴν | τρίβουσᾰν | τὸ | τρῖβον | |
| κλητική ὦ! | τρίβων | τρίβουσᾰ | τρῖβον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
| ονομαστική | οἱ | τρίβοντες | αἱ | τρίβουσαι | τὰ | τρίβοντᾰ | |
| γενική | τῶν | τριβόντων | τῶν | τριβουσῶν | τῶν | τριβόντων | |
| δοτική | τοῖς | τρίβουσῐ(ν) | ταῖς | τριβούσαις | τοῖς | τρίβουσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τοὺς | τρίβοντᾰς | τὰς | τριβούσᾱς | τὰ | τρίβοντᾰ | |
| κλητική ὦ! | τρίβοντες | τρίβουσαι | τρίβοντᾰ | ||||
| δυϊκός | |||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τρίβοντε | τὼ | τριβούσᾱ | τὼ | τρίβοντε | |
| γεν-δοτ | τοῖν | τριβόντοιν | τοῖν | τριβούσαιν | τοῖν | τριβόντοιν | |
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||||
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «λύων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | |||||||
τρίβων
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος τρίβω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τρίβω
Πηγές
- τρίβων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τρίβων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.