τιτρώσκω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τιτρώσκω < αρχαία ελληνική τιτρώσκω

Ρήμα

τιτρώσκω

  1. προξενώ φθορά
  2. πληγώνω

Σημειώσεις

Το ρήμα χρησιμοποιείται πλέον κυρίως στην παθητική φωνή και με το συνοπτικό θέμα του (γ΄ενικ. αορίστου: ετρώθη, παρακειμένου: έχει τρωθεί)

Μεταφράσεις



λείπει η κλίση

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

τιτρώσκω, μελλ. τρώσω, αόρ. ἔτρωσα — Παθ., μέλ. τρωθήσομαι, και στη Μέσ. τρώσομαι, γʹ μέλ. τετρώσομαι, αόρ. ἐτρώθην, παρακ. τέτρωμαι·

  1. τραυματίζω, πληγώνω
  2. φονεύω, σκοτώνω
  3. καταστρέφω, αχρηστεύω
  4. προξενώ φθορά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.