συντρίβω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συντρίβω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συντρίβω < συν- + τρίβω
Προφορά
- ΔΦΑ : /sinˈdɾi.ѵo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ντρί‐βω
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐τρί‐βω
Ρήμα
συντρίβω, αόρ.: συνέτριψα/σύντριψα, παθ.φωνή: συντρίβομαι, π.αόρ.: συντρίφτηκα/συνετρίβη3o, μτχ.π.π.: συντετριμμένος/συντριμμένος
- σπάω και διαλύω κάτι σε μικρά κομμάτια, πιέζοντάς το
- (μεταφορικά) εξοντώνω, καταστρέφω
- (μεταφορικά) καταρρακώνω, εξουθενώνω
Συγγενικά
- ασύντριπτος / ασύντριφτος
- κατασυντρίβω
- συντετριμμένος και συντριμμένος
- συντριβή
- σύντριμμα
- συντρίμμι
- συντριπτικά
- συντριπτικός
- → δείτε τις λέξεις συν και τρίβω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
Πηγές
- συντρίβω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συντρίβω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- συντρίβω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συντρίβω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.