τρίβομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρίβομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

τρίβομαι

  1. με τρίβουν
    το τυρί τρίφτηκε, τα μακαρόνια έβρασαν και περιμένουμε όλοι εσένα να κάνεις τη σάλτσα
  2. (συνεκδοχικά) φθείρομαι
    όλα τα πουκάμισα έχουν τριφτεί στο ίδιο σημείο στο γιακά
  3. (μεταφορικά) αποκτώ τριβή, εμπειρία σε κάτι μέσα από τη συνεχή επαφή με αυτό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.