ανακατωσούρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακατωσούρα οι ανακατωσούρες
      γενική της ανακατωσούρας
    αιτιατική την ανακατωσούρα τις ανακατωσούρες
     κλητική ανακατωσούρα ανακατωσούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανακατωσούρα < ανακατώνω

Ουσιαστικό

ανακατωσούρα θηλυκό

  1. η κατάσταση όπου επικρατεί έλλειψη τάξης
  2. (μεταφορικά) η ανάμειξη ατόμου σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν και πρόκληση αναστάτωσης
  3. (μεταφορικά) η τάση για εμετό, απροσδιόριστη στομαχική αδιαθεσία όπου υπάρχει η αίσθηση ότι ανακατεύεται το περιεχόμενο του στομαχιού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.