αταξία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αταξία οι αταξίες
      γενική της αταξίας των αταξιών
    αιτιατική την αταξία τις αταξίες
     κλητική αταξία αταξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αταξία < αρχαία ελληνική ἀταξία

Ουσιαστικό

αταξία θηλυκό

  1. η απουσία τάξης, η έλλειψη οργάνωσης και τακτοποίησης
  2. ενέργεια παιδιού που παραβιάζει κάποιο κανόνα, συνήθως στο σχολείο
    έκανε συνέχεια αταξίες και οι δάσκαλοι του έβαζαν τιμωρίες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.