σύσσωμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σύσσωμος η σύσσωμη το σύσσωμο
      γενική του σύσσωμου της σύσσωμης του σύσσωμου
    αιτιατική τον σύσσωμο τη σύσσωμη το σύσσωμο
     κλητική σύσσωμε σύσσωμη σύσσωμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σύσσωμοι οι σύσσωμες τα σύσσωμα
      γενική των σύσσωμων των σύσσωμων των σύσσωμων
    αιτιατική τους σύσσωμους τις σύσσωμες τα σύσσωμα
     κλητική σύσσωμοι σύσσωμες σύσσωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σύσσωμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύσσωμος (ενωμένος σε ένα σώμα) < σύν (σύσ-) + αρχαία ελληνική σῶμ(α) + -ος, μορφολογικά αναλύεται συσ- + -σωμος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsi.so.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύσσωμος

Επίθετο

σύσσωμος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

σύσσωμος < σύν (σύσ-) + αρχαία ελληνική σῶμ(α) + -ος

Επίθετο

σύσσωμος, -η, -ον

Συγγενικά

  • συσσώματος
  •  και δείτε τη λέξη σῶμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.