συσ-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συσ- < συν- συχνά πριν από συριστικό σύμφωνο ή λαϊκότροπα και πριν από [v, γ, δ, f, x, θ, ks, ps]
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα συσ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα σύσ- στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.